φουκάρι

φουκάρι
το, Ν
βλ. θηκάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θηκάρι — και φηκάρι και φουκάρι, το (ΑΜ θηκάριον) [θήκη] μικρή θήκη ξίφους ή μαχαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + κατάλ. άρι*, πρβλ. βλαστ άρι, ζευγ άρι] …   Dictionary of Greek

  • μανιτζάρω — και μαλιτζάρω χειρίζομαι («το σπαθί να βγάλω απ το φουκάρι, να δεις με πόση μαστοριά θέλω τό μανιτζάρει», Φορτουν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manizar] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”